μαρμαρωτός
Смотреть что такое "μαρμαρωτός" в других словарях:
μαρμαρωτός — ή, ό (AM μαρμαρωτός, ή, όν) [μαρμαρώνω] ο επιστρωμένος με μάρμαρο, μαρμαροστρωμένος … Dictionary of Greek
ηλιομαρμάρωτος — ἡλιομαρμάρωτος, ον (Μ) αυτός που έχει μάρμαρα που λάμπουν («τὴν ἡλιομαρμάρωτον τὴν Ἀττικήν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + μαρμαρωτός (< μάρμαρο)] … Dictionary of Greek